Υψηλοί φόροι, χαμηλά ημερομίσθια, νοικοκυριά που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν ακόμα και στα καθημερινά έξοδα, αλλά και εργασιακή ανασφάλεια είναι το αποτύπωμα μιας τραγικής κατάστασης που βιώνει ο Έλληνας πολίτης – όσο και αν η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να μιλάει για ανάπτυξη.
Αυτό άλλωστε προκύπτει από την έρευνα της Ετήσιας Έκθεσης του 2024 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που δίνει στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Η ΦΩΝΗ ΛΟΓΙΚΗΣ επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά για την άμεση αλλαγή του φορολογικού πλαισίου στην Ελλάδα.
Είναι τραγικό να διαβάζουμε ότι η Ελλάδα κατέγραψε το 2023 υψηλότερο επίπεδο δημοσίων εσόδων συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, με κυριότερη πηγή εισροής ρευστότητας για ένα ακόμη έτος, τις εισπράξεις από έμμεσους φόρους. Το ύψος τους ανέρχεται στο 17,4% του ΑΕΠ, έναντι 12,5% στην Ευρωζώνη.
Την ίδια ώρα, αποθαρρυντικό είναι το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα ενώ αρκετές χρονιές είναι περισσότερο από 5 φορές πιο υψηλό από το αντίστοιχο ποσοστό σε επίπεδο ΕΕ.
Και εννοείται πως αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν μία έκτακτη ανάγκη.
Η ανεργία, η υποαπασχόληση και οι χαμηλές αμοιβές συμβάλλουν σημαντικά στη φτωχοποίηση του πληθυσμού και επιβραδύνουν τη διαδικασία μετάβασης προς ένα βιώσιμο μοντέλο κοινωνικοοικονομικής διαχείρισης.
Ακόμα και στους μισθούς, η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις ενώ το ποσοστό των νέων που βρίσκονται σε υλική και κοινωνική στέρηση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΓΣΕΕ, είναι πάνω από δύο φορές πιο υψηλό από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.
Παρά τις επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για «αναμέτρηση με την ακρίβεια, ως απόλυτη πολιτική προτεραιότητα» τα αποτελέσματα της ΓΣΕΕ τον διαψεύδουν!