Μπορεί η κυβέρνηση να διαβεβαιώνει ότι δίνεται σκληρή μάχη για την καταπολέμηση της ακρίβειας και παράλληλα την αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα όμως η μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) διαψεύδει πανηγυρικά το κυβερνητικό αφήγημα.
Η εν λόγω έρευνα του ΚΕΠΕ διαπιστώνει ότι η χώρα μας κατέχει το υψηλότερο ποσοστό μείωσης του πραγματικού ωρομισθίου στην Ε.Ε. την περίοδο 2009-2023 και βρίσκεται πολύ πιο χαμηλά ακόμα και από την Ουγγαρία που καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση.
Με λίγα λόγια, δουλεύουμε περισσότερο από όλους τους πολίτες στην ΕΕ και πληρωνόμαστε με το χαμηλότερο ημερομίσθιο.
Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα και μάλιστα η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου συγκλίνει με αυτό της Βουλγαρίας όπου και εδώ η διαφορά διευρύνεται.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης της αγοραστικής δύναμης του ωρομισθίου με -23,7%, με δεύτερη, αλλά σε απόσταση, τη Βουλγαρία με -15%.
Επίσης, στη χώρα μας παρουσιάζεται το υψηλότερο ποσοστό μέσης αύξησης των ωρών εργασίας. Από το 2020 έως και το 2023, δηλαδή επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, η μέση αύξηση ωρών εργασίας ήταν στην Ελλάδα 9,5%, σχεδόν τριπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που ήταν 3,4%.
Όσο κι αν η κυβέρνηση «διαρρηγνύει τα ιμάτια της» ότι προσπαθεί να καταπολεμήσει την ακρίβεια και να «ρίξει» τις τιμές στα ράφια, η έρευνα δείχνει το αντίθετο. Το 2022 το 23,1% των εργαζομένων ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο και από του 2009 όταν δηλαδή ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα.
Τέλος, το διάστημα 2019-2023 οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν, αντιστοιχούν σε περισσότερες ώρες εργασίας και με χαμηλότερες αποδοχές.
Αυτή είναι η οικονομική πολιτική ανάπτυξης που σχεδιάζει, υπερασπίζεται με σθένος και εφαρμόζει στη χώρα μας ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί οι νέοι φεύγουν από την Ελλάδα.