Είναι δεδομένο ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη ζουν σε έναν άλλο κόσμο καθώς δεν έχουν αντιληφθεί τη δυσαρέσκεια και την οργή των πολιτών, από την ακρίβεια μέχρι τις ελλείψεις στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης ο οποίος σήμερα δέχτηκε τις αποδοκιμασίες από εργαζόμενους του νοσοκομείου «Άγιος Ανδρέας» στην Πάτρα.
Κατά την άφιξη του στο νοσοκομείο για τα εγκαίνια του νέου κτηρίου «Αθανάσιος Στεφανόπουλος» θεώρησε ότι οι εργαζόμενοι θα τον υποδεχτούν με… κόκκινο χαλί. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό ότι θα βρεθεί απέναντι σε αγανακτισμένους υγειονομικούς, που εργάζονται κάτω από αντίξοες συνθήκες χωρίς ρεπό και με πολλές εβδομαδιαίες υπερωρίες που τους έχουν εξαντλήσει σωματικά και ψυχικά.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Γεωργιάδης έρχεται αντιμέτωπος με τις έντονες διαμαρτυρίες των εργαζομένων του ΕΣΥ.
Στην εν λόγω περίπτωση, αντί να ακούσει με προσοχή τα παράπονα που του εκφράζει ένας εξ αυτών, λέγοντάς του ότι «364 ημέρες βιώνουμε τα πάνδεινα» ο κ. Γεωργιάδης με θράσος του απαντά «σιγά μην σε πιάσει και η Σαχάρα… Είσαι δημόσιος υπάλληλος πολύ ευνοημένος. Υπάρχουν άνθρωποι στον ιδιωτικό τομέα που δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει».
Φωνάζει ο κλέφτης, για να φοβηθεί ο νοικοκύρης λέει ο σοφός λαός και εδώ θα μπορούσαμε να πούμε: Φωνάζει ο υπουργός, να φοβηθεί ο εργαζόμενος.
Πάντως ο υπουργός Υγείας αφιερώνει περισσότερο χρόνο για να διαβάσει το βιβλίο της γυναίκας του παρά να ακούσει τα προβλήματα των εργαζομένων.
Ως ΦΩΝΗ ΛΟΓΙΚΗΣ καταδικάζουμε την απαράδεκτη στάση του υπουργού Υγείας που έχει αποθρασυνθεί και αποκαλεί τους εργαζόμενους υγειονομικούς «συμμορία της μιζέριας».
Η τακτική του «δεν άκουσα, πώς είπατε» πρέπει να σταματήσει και επιτέλους ο πρωθυπουργός αν μη τι άλλο να βάλει όχι μόνο μία τάξη στο εσωτερικό του κόμματος του, ζητώντας αρχικά από τους αρμόδιους υπουργούς να σέβονται τον κάθε Έλληνα εργαζόμενο και να δίνουν λύσεις στα προβλήματά τους, αλλά και να μεριμνά για τα προβλήματα του ελληνικού λαού.
Όποιος δεν μπορεί να παρέχει τα ουσιώδη, να πάει σπίτι του.