Ο Τάσος Γιαννίτσης, ένας από τους σοβαρότερους Έλληνες οικονομολόγους, έθεσε ένα ζήτημα που θα έπρεπε να έχει ήδη προκαλέσει πολιτικό σεισμό: πώς γίνεται η Ελλάδα να εμφανίζει εκρηκτική αύξηση στα «αποθέματα» προϊόντων το 2024, φτάνοντας στο 4,1% του ΑΕΠ, όταν στην υπόλοιπη ευρωζώνη το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν μηδενικό;
Τι είναι όμως αυτά τα «αποθέματα»;
Στους εθνικούς λογαριασμούς, πέρα από την κατανάλωση και τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, μετράται και η παραγωγή που μένει «στο ράφι» — δηλαδή προϊόντα που έχουν παραχθεί αλλά δεν έχουν πουληθεί ακόμη στην αγορά. Αυτά καταγράφονται λογιστικά ως «αποθέματα» και ανεβάζουν τεχνητά το ΑΕΠ, παρόλο που δεν έχουν μπει στην πραγματική οικονομική κυκλοφορία.
Για να καταλάβουμε τη σημασία: αν τα αποθέματα είχαν μείνει σε φυσιολογικά επίπεδα (γύρω στο 1–1,5% του ΑΕΠ), η Ελλάδα δεν θα είχε ανάπτυξη 2,3% το 2024, αλλά ύφεση σχεδόν -1%. Το ίδιο ισχύει και για το 2025, όπου η πραγματική αύξηση θα ήταν σχεδόν η μισή από αυτήν που ανακοινώθηκε. Με άλλα λόγια, η «μεγέθυνση» της οικονομίας ίσως είναι περισσότερο στατιστικό τέχνασμα παρά πραγματικότητα.
Τίθενται εύλογα ερωτήματα:
- Γιατί μόνο στην Ελλάδα τα αποθέματα εκτοξεύονται;
- Σε ποιους κλάδους δημιουργούνται;
- Μήπως μιλάμε για άλλη μια εκδοχή των γνωστών «Greek statistics»;
Το κρίσιμο όμως δεν είναι απλώς τεχνικό. Αν πράγματι ένα τόσο μεγάλο μέρος του ΑΕΠ παραμένει εγκλωβισμένο σε αποθήκες αντί να κυκλοφορεί στην αγορά, τότε εξηγείται και η αντίφαση που ζουν οι πολίτες: επίσημα μιλάμε για ανάπτυξη, αλλά στην καθημερινότητα επικρατεί εισοδηματική καχεξία.
Η αξιοπιστία των στοιχείων του ΑΕΠ είναι θεμέλιο της οικονομικής πολιτικής και της εμπιστοσύνης των πολιτών. Αντί να πανηγυρίζουμε για «επιτυχίες», θα έπρεπε να απαιτούμε άμεσες εξηγήσεις από την ΕΛΣΤΑΤ και την Eurostat. Η χώρα δεν αντέχει άλλες στατιστικές φούσκες που θυμίζουν το παρελθόν.
Η πραγματικότητα, όσο κι αν πονάει, είναι προτιμότερη από μια ψεύτικη ευημερία πάνω σε λογιστικά τρικ.