OIKONOMIA
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Το κράτος οφείλει να αφοσιωθεί στον βασικό του στόχο, στην προστασία της ζωής και της περιουσίας του πολίτη. Όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες, πέρα από τις απολύτως απαραίτητες για τη διατήρηση της ασφάλειας, της τάξης και της δικαιοσύνης, θα πρέπει σταδιακά να απομακρυνθούν από τη σφαίρα ευθύνης του, αφήνοντας περισσότερο χώρο για την ελεύθερη ιδιωτική πρωτοβουλία και την υπεύθυνη συμμετοχή της κοινωνίας.
Η μείωση του κρατικού παρεμβατισμού είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα στη χρήση των πόρων. Το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντικαθιστά την ελεύθερη αγορά, η οποία έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί τον αποτελεσματικότερο μηχανισμό κατανομής πόρων και προώθησης της καινοτομίας. Αντίθετα, πρέπει να επικεντρωθεί αποκλειστικά στη διατήρηση ενός πλαισίου κανόνων που προστατεύουν την ελευθερία του πολίτη, επιτρέποντας του να δημιουργεί, να καινοτομεί και να ευημερεί.
Σκοπός μας η απελευθέρωση της οικονομίας από τις περιττές ρυθμίσεις, αλλά και η ταυτόχρονη απελευθέρωση των πολιτών από τη μεγάλη και δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση. Ένα μικρότερο κράτος σημαίνει λιγότερη γραφειοκρατία, λιγότερα εμπόδια στις παραγωγικές δραστηριότητες και μεγαλύτερη απόδοση της εργασίας σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού. Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία που βασίζεται στην ελεύθερη συνεργασία και στις ατομικές επιλογές, όπου οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να επιδιώκουν τους στόχους τους με τη μέγιστη δυνατή αυτονομία.
Η προστασία της ζωής και της περιουσίας του πολίτη πρέπει να παρέχεται με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο και με τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση. Το κράτος πρέπει να λειτουργεί ως θεματοφύλακας της ελευθερίας, εξασφαλίζοντας ίσες ευκαιρίες για όλους, χωρίς να παρεμβαίνει υπέρ συγκεκριμένων ομάδων ή να επιδιώκει τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας.
Σε μια τέτοια κοινωνία, οι πολίτες είναι ελεύθεροι να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους, να ανταμειφθούν ανάλογα με τις προσπάθειές τους και να ζήσουν με τη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία. Το κράτος πρέπει να είναι μικρό, αλλά ισχυρό στον βασικό του ρόλο, αφήνοντας την κοινωνία να λειτουργήσει στη βάση της ατομικής υπευθυνότητας και της αμοιβαίας συνεργασίας.
ΑΕΠ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Η άμεση και έμμεση συμμετοχή του κράτους στο ΑΕΠ της χώρας μας, που σήμερα υπερβαίνει το 60%, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ανασταλτικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη και την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Αυτή η υπερβολική συμμετοχή επιβαρύνει την οικονομία, περιορίζει τον ανταγωνισμό και ενθαρρύνει τη σπατάλη, τη γραφειοκρατία και την αναποτελεσματικότητα.
Το κράτος, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, των ασφαλιστικών ταμείων, αλλά και των εταιρειών στις οποίες συμμετέχει είτε ως μέτοχος είτε ως αποκλειστικός ή μεγάλος πελάτης, έχει αποκτήσει έναν δυσανάλογο ρόλο στην οικονομία. Η υπερβολική αυτή παρουσία στερεί πολύτιμους πόρους από την ιδιωτική πρωτοβουλία, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και περιορίζει τη δημιουργικότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Η έμμεση και άμεση κρατική συμμετοχή στο ΑΕΠ πρέπει σταδιακά να μειωθεί στο 30% με μακροπρόθεσμη προοπτική περαιτέρω μείωσης, ώστε να επιτραπεί στην ιδιωτική οικονομία να αναλάβει τον κύριο ρόλο στην παραγωγή πλούτου και στη δημιουργία ευκαιριών. Μια τέτοια μείωση θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα, θα αυξήσει την παραγωγικότητα και θα ενθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις, επιτρέποντας στην οικονομία να “ανασαίνει” και να αναπτύσσεται με βιώσιμο τρόπο.
Ο περιορισμός της κρατικής συμμετοχής μπορεί να επιτευχθεί με τις εξής στρατηγικές:
Περιορισμός των Κρατικών Δαπανών: Οι κρατικές δαπάνες πρέπει να μειωθούν, εστιάζοντας στη διαχείριση των πόρων σε τομείς όπου το κράτος έχει ουσιαστική αρμοδιότητα, όπως η ασφάλεια, η δικαιοσύνη και οι βασικές υποδομές. Περιττές δαπάνες και γραφειοκρατικές λειτουργίες πρέπει να περικοπούν.
Αποκρατικοποιήσεις: Οι επιχειρήσεις στις οποίες το κράτος διατηρεί συμμετοχή πρέπει να περάσουν στα χέρια του ιδιωτικού τομέα. Οι αποκρατικοποιήσεις πρέπει να είναι διαφανείς και να συνοδεύονται από την ουσιαστική απελευθέρωση της αγοράς για να διασφαλιστεί ο ανταγωνισμός.
Αναδιάρθρωση Ασφαλιστικών Ταμείων: Τα ασφαλιστικά ταμεία πρέπει να λειτουργούν με κεφαλαιοποιητικές αρχές, επιτρέποντας την είσοδο του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση συντάξεων και κοινωνικών παροχών, μειώνοντας την άμεση συμμετοχή του κράτους.
Απελευθέρωση Αγορών: Η μείωση της εξάρτησης από το κράτος ως πελάτη ή πάροχο μπορεί να επιτευχθεί με την απελευθέρωση των αγορών και την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Οι επιχειρήσεις πρέπει να αναζητούν ευκαιρίες σε ελεύθερες αγορές, αντί να εξαρτώνται από κρατικές συμβάσεις.
Η μείωση της κρατικής συμμετοχής στο ΑΕΠ δεν είναι απλώς μια τεχνική αλλαγή, αλλά μια θεμελιώδης μεταρρύθμιση που αναδιαμορφώνει τη λειτουργία της οικονομίας. Με τη σταδιακή υλοποίηση αυτής της πολιτικής, θα δοθεί χώρος στον ιδιωτικό τομέα να καινοτομήσει και να δημιουργήσει πλούτο, μειώνοντας την εξάρτηση από το κράτος και ενισχύοντας την ελευθερία και την αυτονομία της κοινωνίας. Στο μέλλον, η κρατική συμμετοχή μπορεί να μειωθεί ακόμη περισσότερο, διασφαλίζοντας ένα σύστημα που προάγει την ατομική πρωτοβουλία και την οικονομική βιωσιμότητα.
ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ
Οι κρατικές δαπάνες που σχετίζονται με επιχορηγήσεις προς νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, κρατικοδίαιτες ιδιωτικές εταιρείες και εταιρείες με μέτοχο το κράτος, πρέπει να περιοριστούν δραστικά. Η λογική πίσω από αυτές τις επιχορηγήσεις συχνά βασίζεται στην υπόθεση ότι το κράτος πρέπει να στηρίζει οικονομικούς φορείς για να επιτύχει ανάπτυξη ή κοινωνικούς στόχους. Ωστόσο, αυτή η πρακτική κατά κανόνα οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα, σπατάλη δημοσίων πόρων και ενίσχυση της εξάρτησης από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η μείωση των κρατικών δαπανών στον τομέα των μεταβιβάσεων του κρατικού προϋπολογισμού είναι απαραίτητη για να περιοριστεί η στρέβλωση των αγορών, να ενισχυθεί η οικονομική αποτελεσματικότητα και να μειωθεί η επιβάρυνση στους φορολογούμενους. Στόχος πρέπει να είναι μια βραχυπρόθεσμη μείωση κατά 30% αυτών των δαπανών και μια μεσοπρόθεσμη μείωση κατά 50%. Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που λαμβάνουν κρατική στήριξη πρέπει να ενθαρρύνονται να λειτουργούν ανεξάρτητα, βασιζόμενοι στη δική τους παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Σε αυτό το σκεπτικό εντάσσονται και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) οι οποίες πρέπει να εκπληρώνουν τον ορισμό τους (Μη Κυβερνητικές) και να εξασφαλίζουν πόρους αποκλειστικά και μόνο από την αγορά και τον ιδιωτικό τομέα προκειμένου να συνεχίζουν τη λειτουργία τους.
Μια τέτοια πολιτική όχι μόνο θα μειώσει τη σπατάλη δημόσιου χρήματος αλλά θα ενισχύσει την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα και θα απελευθερώσει πόρους που μπορούν να κατευθυνθούν σε πιο αποδοτικούς τομείς. Το κράτος δεν πρέπει να λειτουργεί ως πάροχος προνομίων σε συγκεκριμένα συμφέροντα, αλλά ως εγγυητής ίσων ευκαιριών και υγιούς ανταγωνισμού. Ο περιορισμός των κρατικών αυτών δαπανών αποτελεί ζωτικής σημασίας βήμα προς μια οικονομία πιο αυτόνομη, ανταγωνιστική και δίκαιη για όλους.
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Η σχέση του κράτους με τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου πρέπει να ορίζεται από σαφείς και περιοριστικούς κανόνες, ώστε να διασφαλίζεται η ελεύθερη λειτουργία της αγοράς και να αποφεύγεται η στρέβλωση του ανταγωνισμού. Βασική αρχή είναι ότι το κράτος δεν πρέπει να κατέχει ιδιωτικές εταιρείες ούτε να συμμετέχει σε αυτές, καθώς αυτό υπονομεύει την οικονομική ελευθερία, δημιουργεί συγκρούσεις συμφερόντων και οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα στη χρήση των δημόσιων πόρων.
Η κατοχή ή συμμετοχή του κράτους σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου αλλοιώνει τη φύση τους. Μια ιδιωτική εταιρεία πρέπει να λειτουργεί με στόχο το κέρδος και τη βελτιστοποίηση των υπηρεσιών ή προϊόντων που προσφέρει στην αγορά. Όταν το κράτος συμμετέχει, είτε ως βασικός μέτοχος είτε ως μεγάλος μέτοχος είτε ως αποκλειστικός πελάτης, οι κεντρικοί στόχοι μιας επιχείρησης συχνά παρακάμπτονται από πολιτικές σκοπιμότητες, κάτι που οδηγεί σε χαμηλότερη απόδοση και αναποτελεσματική κατανομή των πόρων. Επιπλέον, η κρατική συμμετοχή δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό, καθώς τέτοιες επιχειρήσεις συχνά απολαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση που τις προστατεύει από τις δυνάμεις της αγοράς.
Σε νομοθετικό επίπεδο, το πλαίσιο πρέπει να περιορίζει αυστηρά την άμεση ή έμμεση ιδιοκτησία ιδιωτικών εταιρειών από το κράτος. Εξαιρέσεις μπορούν να υπάρξουν μόνο σε περιπτώσεις όπου είναι απολύτως απαραίτητο για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή τη διατήρηση βασικών υποδομών που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από τον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, το κράτος θα πρέπει να λειτουργεί ως ρυθμιστής και όχι ως ιδιοκτήτης, εξασφαλίζοντας τη διαφάνεια και την προστασία του ανταγωνισμού.
Το κράτος οφείλει να επικεντρώνεται στους βασικούς του ρόλους: την προστασία της ζωής, της περιουσίας και των δικαιωμάτων των πολιτών, τη διασφάλιση της εφαρμογής του νόμου και τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου που προάγει τη σταθερότητα και την ανάπτυξη. Η διαχείριση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων δεν περιλαμβάνεται σε αυτούς τους ρόλους και αποσπά πόρους και ενέργεια από τις ουσιαστικές λειτουργίες του κράτους.
Η νομοθεσία πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα για:
Την άμεση ιδιωτικοποίηση κρατικών συμμετοχών σε εταιρείες, ώστε να διασφαλιστεί η απομάκρυνση του κράτους από την ιδιωτική οικονομία.
Τη θέσπιση σαφών περιορισμών που αποτρέπουν τη συμμετοχή του κράτους σε μελλοντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου που διασφαλίζει δίκαιο ανταγωνισμό και αποτρέπει τη δημιουργία προνομίων για ιδιωτικά νομικά πρόσωπα με κρατική συμμετοχή.
Μια οικονομία που βασίζεται στην ελεύθερη αγορά είναι πιο αποτελεσματική, καινοτόμος και δίκαιη. Η αποχή του κράτους από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και η επικέντρωσή του στις θεμελιώδεις λειτουργίες του αποτελεί το θεμέλιο για μια βιώσιμη και δυναμική ανάπτυξη. Το κράτος δεν είναι επιχειρηματίας και δεν πρέπει να λειτουργεί ως τέτοιος. Αντίθετα, ο ρόλος του πρέπει να περιορίζεται στη ρύθμιση, τη διαιτησία και την προστασία των συνθηκών που επιτρέπουν την οικονομική ελευθερία να ευημερεί.
ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούν έναν σημαντικό μηχανισμό για την ενίσχυση της οικονομίας, την προώθηση της ανταγωνιστικότητας και τη μείωση του κρατικού βάρους στη διαχείριση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, όταν αυτές πραγματοποιούνται μόνο τυπικά, μέσα σε ένα περιβάλλον αδιαφάνειας και διαπλοκής, υπονομεύουν την ίδια τη φιλοσοφία της ελεύθερης οικονομίας και λειτουργούν εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος. Η πρακτική όπου η κρατική περιουσία παραχωρείται σε φιλοκυβερνητικούς επιχειρηματίες με προνομιακούς όρους, ενώ παράλληλα δημιουργούνται ασφυκτικά ρυθμιστικά πλαίσια για να διευκολυνθούν μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές δομές, αναιρεί τη βασική αρχή της ελεύθερης αγοράς και ζημιώνει το κοινωνικό σύνολο. Αυτή η μορφή «αποκρατικοποίησης» δεν αποτελεί πραγματική οικονομική απελευθέρωση, αλλά έναν μετασχηματισμό του κρατισμού σε ιδιωτικά συμφέροντα, πλήττοντας τους πολίτες, τους καταναλωτές και τον υγιή ανταγωνισμό.
Για να διασφαλιστεί η ορθή διαδικασία αποκρατικοποιήσεων, είναι αναγκαίο να εφαρμοστούν τα εξής:
Απόλυτη Διαφάνεια: Κάθε αποκρατικοποίηση πρέπει να βασίζεται στους κανόνες προσφοράς και ζήτησης, με ανοιχτούς διαγωνισμούς που θα δημοσιεύονται προς επισκόπηση κάθε ενδιαφερομένου.
Διακομματική Εποπτεία: Οι διαδικασίες αποκρατικοποίησης πρέπει να επιβλέπονται από διακομματικές επιτροπές με ευρεία συναίνεση, ώστε να αποφεύγονται μονομερείς αποφάσεις που εξυπηρετούν πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα.
Συμμετοχή Κληρωτών Παρατηρητών: Οι διαγωνισμοί θα πρέπει να παρακολουθούνται από κληρωτούς εκπροσώπους του δικαστικού σώματος, οι οποίοι θα εξασφαλίζουν την αμεροληψία και τη νομιμότητα της διαδικασίας, καθώς και από κληρωτούς επαγγελματίες και εργαζομένους από όλους τους κλάδους της αγοράς, οι οποίοι θα εγγυώνται ότι τα συμφέροντα της ευρύτερης κοινωνίας λαμβάνονται υπόψη.
Προώθηση του Ανταγωνισμού: Οι ρυθμίσεις που διέπουν την αγορά μετά από μια αποκρατικοποίηση πρέπει να ευνοούν την είσοδο νέων παικτών και να αποτρέπουν τη δημιουργία μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών δομών.
Η πραγματική φιλελεύθερη οικονομία βασίζεται στην ελευθερία της αγοράς, την ίση πρόσβαση και τον υγιή ανταγωνισμό. Οι αποκρατικοποιήσεις μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας, μόνο εφόσον υλοποιούνται με πλήρη διαφάνεια, σεβασμό στους κανόνες της αγοράς και έλεγχο από ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά σώματα. Κάθε παρέκκλιση από αυτές τις αρχές υπονομεύει όχι μόνο την εμπιστοσύνη των πολιτών αλλά και τη βιωσιμότητα της οικονομίας μας.
ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η χώρα μας είναι στενά συνδεδεμένη με τη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρώ. Ωστόσο καθήκον κάθε εθνικής κυβέρνησης είναι η πίεση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για αλλαγή της νομισματικής πολιτικής και προσαρμογή στην εξυπηρέτηση των αναγκών των πολιτών.
Η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι ένα σταθερό και προβλέψιμο εργαλείο που υπηρετεί τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και της αξίας του νομίσματος. Η υπερβολική παρέμβαση από τις νομισματικές αρχές ή οι απρόβλεπτες αλλαγές στη νομισματική πολιτική δημιουργούν αβεβαιότητα, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των αγορών και προκαλούν στρεβλώσεις στην οικονομία. Ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο περιορίζει τις δυνατότητες της κεντρικής τράπεζας να παρεμβαίνει αυθαίρετα, διασφαλίζει την εμπιστοσύνη στο νόμισμα και στη συνολική οικονομία.
Η προσφορά χρήματος πρέπει να αυξάνεται με σταθερό και προβλέψιμο ρυθμό, ο οποίος αντικατοπτρίζει την πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας. Ένα τέτοιο πλαίσιο αποτρέπει τις ξαφνικές διακυμάνσεις στην προσφορά χρήματος, που συχνά οδηγούν σε οικονομικές κρίσεις. Η αρχή αυτή, γνωστή ως κανόνας του ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος, διασφαλίζει ότι η νομισματική πολιτική δεν χρησιμοποιείται για τη διαχείριση του οικονομικού κύκλου ή την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας είναι εξίσου κρίσιμη. Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να λειτουργούν ανεξάρτητα από την πολιτική εξουσία, ώστε να αποφεύγονται παρεμβάσεις που ευνοούν βραχυπρόθεσμους πολιτικούς στόχους σε βάρος της μακροπρόθεσμης οικονομικής σταθερότητας. Ωστόσο, η ανεξαρτησία αυτή πρέπει να συνοδεύεται από λογοδοσία και διαφάνεια, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και όχι υποκειμενικών εκτιμήσεων. Είναι επίσης σημαντικό η νομισματική πολιτική να μην χρησιμοποιείται ως μέσο για τη “διόρθωση” δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η χρηματοδότηση κρατικών δαπανών μέσω νομισματικής επέκτασης οδηγεί αναπόφευκτα σε πληθωρισμό και αποσταθεροποίηση της οικονομίας. Η δημοσιονομική πειθαρχία πρέπει να διατηρείται χωριστά από τη νομισματική πολιτική, με το κράτος να στηρίζεται στις αγορές και όχι στη νομισματική έκδοση για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του.
Η σωστά σχεδιασμένη νομισματική πολιτική προάγει τη σταθερότητα, την εμπιστοσύνη και την προβλεψιμότητα, δημιουργώντας τις συνθήκες για μια υγιή και βιώσιμη οικονομία. Το κράτος και οι νομισματικές αρχές οφείλουν να περιορίσουν την παρέμβασή τους, να ακολουθούν απλούς και σαφείς κανόνες και να αφήνουν την ελεύθερη αγορά να λειτουργεί στο πλαίσιο που αυτοί διασφαλίζουν. Η σταθερότητα του νομίσματος και η εμπιστοσύνη στην αξία του είναι θεμέλια για την οικονομική ελευθερία και ευημερία.
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ
Η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και ανάπτυξη της οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνταγματική απαγόρευση δημιουργίας πρωτογενούς ελλείμματος είναι ένα κρίσιμο εργαλείο που μπορεί να διασφαλίσει την ευρωστία των δημόσιων οικονομικών.
Το πρωτογενές έλλειμμα προκύπτει όταν τα έσοδα του κράτους δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές του δαπάνες, εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων για το χρέος. Η διατήρηση πρωτογενών ελλειμμάτων οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους, επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και περιορίζει τις δυνατότητες του κράτους να υλοποιήσει πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη. Παράλληλα, αυξάνει την εξάρτηση της οικονομίας από τις χρηματαγορές και καθιστά την οικονομία πιο ευάλωτη σε εξωτερικούς κινδύνους.
Η εισαγωγή μιας συνταγματικής ρήτρας που θα απαγορεύει τη δημιουργία πρωτογενούς ελλείμματος διασφαλίζει ότι το κράτος λειτουργεί με βάση τα οικονομικά του όρια. Ο κρατικός προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι ισοσκελισμένος, με τα ετήσια έσοδα να επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών του αλλά και την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Μόνο σε εξαιρετικές συνθήκες, όπως φυσικές καταστροφές ή εξωτερικές απειλές, θα μπορούσε να επιτρέπεται η προσωρινή παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, υπό αυστηρούς όρους και με αυξημένη κοινοβουλευτική έγκριση. Σε περίπτωση δημιουργίας ελλείμματος, ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους θα πρέπει να προβλέπει αυτόματη διόρθωση, είτε μέσω περιορισμού δαπανών είτε μέσω αύξησης εσόδων.
Η συνταγματική απαγόρευση πρωτογενούς ελλείμματος προσφέρει πολλαπλά οφέλη. Πρώτον, διασφαλίζει τη δημοσιονομική πειθαρχία, αποτρέποντας την υπερβολική επιβάρυνση της οικονομίας με χρέος. Δεύτερον, ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των αγορών, μειώνοντας το κόστος δανεισμού και τη χρηματοοικονομική αστάθεια. Τρίτον, εξασφαλίζει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, προστατεύοντας τις επόμενες γενιές από το βάρος της υπερχρέωσης. Τέλος, περιορίζει τη σπατάλη και ενθαρρύνει την αποτελεσματική διαχείριση των δημόσιων πόρων, εξασφαλίζοντας ότι κάθε ευρώ δαπανάται με στόχο τη βέλτιστη ωφέλεια για τους πολίτες.
Η συνταγματική καθιέρωση της απαγόρευσης πρωτογενούς ελλείμματος δεν είναι απλώς μια τεχνική επιλογή. Αντιπροσωπεύει μια δέσμευση προς τους πολίτες ότι το κράτος θα λειτουργεί υπεύθυνα και εντός των δυνατοτήτων του, διασφαλίζοντας ένα σταθερό και βιώσιμο μέλλον για την οικονομία και την κοινωνία.
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Αφορολόγητο Όριο: Όλα τα φυσικά πρόσωπα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι εταιρείες απαλλάσσονται από την καταβολή φόρου για εισοδήματα έως 15.000 ευρώ ετησίως. Αυτό το μέτρο διασφαλίζει την ελάφρυνση των χαμηλότερων εισοδημάτων και υποστηρίζει τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες κατά την εκκίνηση ή λειτουργία τους.
Το φορολογικό σύστημα μιας σύγχρονης δυτικής αστικής φιλελεύθερης χώρας οφείλει να βασίζεται στις αρχές της απλότητας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης, με στόχο τη διευκόλυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Ενιαίος Φορολογικός Συντελεστής: Για όλα τα εισοδήματα που υπερβαίνουν το αφορολόγητο όριο, εφαρμόζεται ενιαίος φορολογικός συντελεστής 15% με προοπτικές σταδιακής μείωσης στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι το 12.5%. Ο συντελεστής αυτός ισχύει ανεξαρτήτως του ύψους του εισοδήματος ή της φύσης της δραστηριότητας, εξασφαλίζοντας ένα απλό και δίκαιο σύστημα χωρίς περίπλοκες κλίμακες. Με αυτόν τον τρόπο δεν αντιμετωπίζεται τιμωρητικά η παραγωγικότητα και η προσπάθεια ατομικής ευμάρειας, αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζεται ότι οι πιο εύποροι συμπολίτες μας θα συνεισφέρουν, σύμφωνα με τις δυνάμεις τους, περισσότερους πόρους στα κρατικά ταμεία έναντι των οικονομικά ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.
Φόρος προστιθέμενης αξίας: Η καθιέρωση ενός ενιαίου συντελεστή ΦΠΑ ύψους 15% αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα προς τη δημιουργία ενός απλού, διαφανούς και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος. Η απλότητα στη φορολογία είναι απαραίτητη τόσο για τη μείωση της γραφειοκρατίας όσο και για την αποφυγή στρεβλώσεων στην οικονομία. Ο ενιαίος συντελεστής πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, χωρίς εξαιρέσεις, διασφαλίζοντας ίση μεταχείριση και ελαχιστοποιώντας τη σύγχυση για επιχειρήσεις και καταναλωτές.
Η σημερινή πολυπλοκότητα του ΦΠΑ, με διαφορετικούς συντελεστές για διαφορετικά είδη, δημιουργεί στρεβλώσεις και δυσχέρειες στην εφαρμογή του. Επιβαρύνει τις επιχειρήσεις με πρόσθετο διαχειριστικό κόστος και αυξάνει τον κίνδυνο φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. Ένας ενιαίος συντελεστής όχι μόνο θα απλοποιήσει τη διαδικασία συμμόρφωσης, αλλά θα αυξήσει και την αποτελεσματικότητα της είσπραξης εσόδων για το κράτος.
Για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που σήμερα υπάγονται σε χαμηλότερους συντελεστές, η τυχόν αύξηση του κόστους λόγω του ενιαίου συντελεστή θα ισοσκελιστεί από τη συνολική μείωση της φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης. Η συνολική φορολογική ελάφρυνση θα ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, μειώνοντας το συνολικό κόστος ζωής και λειτουργίας στην οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι το επιπλέον κόστος στα προϊόντα με χαμηλούς συντελεστές ΦΠΑ θα εξισορροπηθεί από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας.
Η επιλογή του ενιαίου συντελεστή στο 15% πρέπει να συνοδευτεί από δέσμευση για περαιτέρω σταδιακή μείωση του, καθώς η οικονομία θα προσαρμόζεται και τα φορολογικά έσοδα θα εξασφαλίζουν σταθερότητα. Ο χαμηλότερος ΦΠΑ θα ενισχύσει την κατανάλωση, θα μειώσει το κίνητρο για φοροδιαφυγή και θα προσελκύσει επενδύσεις, δημιουργώντας έναν κύκλο ανάπτυξης και ευημερίας.
Φορολογία Μερισμάτων: Η φορολογία των μερισμάτων συνιστά μια μορφή διπλής φορολόγησης, η οποία είναι οικονομικά αδικαιολόγητη και αναποτελεσματική. Τα μερίσματα προέρχονται από τα καθαρά κέρδη μιας εταιρείας, τα οποία έχουν ήδη φορολογηθεί στο επίπεδο της εταιρείας μέσω του φόρου εισοδήματος. Η επιβολή πρόσθετου φόρου στα μερίσματα που διανέμονται στους μετόχους ουσιαστικά φορολογεί τα ίδια κέρδη για δεύτερη φορά, υπονομεύοντας την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης.
Η διπλή φορολόγηση αποθαρρύνει τις επενδύσεις και πλήττει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι μέτοχοι, που είναι συχνά μικροεπενδυτές, συνταξιούχοι ή αποταμιευτές, βλέπουν τις αποδόσεις των επενδύσεών τους να μειώνονται λόγω της υπερβολικής φορολογικής επιβάρυνσης. Αυτό δημιουργεί ένα αντικίνητρο για επενδύσεις σε μετοχές, κάτι που περιορίζει τη ροή κεφαλαίων στις επιχειρήσεις, υπονομεύοντας την ανάπτυξη, την καινοτομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η κατάργηση του φόρου μερισμάτων θα ενισχύσει την αποδοτικότητα του φορολογικού συστήματος και θα προάγει την οικονομική ανάπτυξη. Με την εξάλειψη αυτής της αδικίας, οι επιχειρήσεις θα έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να διανείμουν μερίσματα στους μετόχους, προωθώντας την αποταμίευση και την επανεπένδυση κεφαλαίων στην οικονομία. Επιπλέον, η μεταρρύθμιση αυτή θα προσελκύσει ξένες επενδύσεις, καθώς οι επενδυτές συχνά αποφεύγουν χώρες με υψηλή φορολογία κεφαλαίων και μερισμάτων. Η νομοθετική προσέγγιση πρέπει να περιλαμβάνει την πλήρη κατάργηση του φόρου μερισμάτων και τη διατήρηση της φορολόγησης των εταιρικών κερδών ως το μοναδικό σημείο επιβολής φόρου. Με αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη των επιχειρήσεων φορολογούνται μία φορά, διατηρώντας ένα δίκαιο και προβλέψιμο φορολογικό πλαίσιο. Οι μέτοχοι θα είναι ελεύθεροι να απολαμβάνουν τα μερίσματά τους χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση, ενώ τα κεφάλαια που επιστρέφουν στην αγορά θα έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία. Η κατάργηση του φόρου μερισμάτων δεν είναι απλώς μια φορολογική μεταρρύθμιση, αλλά ένα μέτρο που αποκαθιστά τη φορολογική δικαιοσύνη και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη. Προάγει την ελευθερία των επενδύσεων, μειώνει τη στρέβλωση της αγοράς και ενισχύει τη συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, διασφαλίζοντας ότι οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές λειτουργούν σε ένα περιβάλλον που ανταμείβει την παραγωγικότητα και την αποταμίευση, αντί να τις τιμωρεί.
Τεκμήρια εισοδήματος: Τα τεκμήρια εισοδήματος αποτελούν ένα από τα πιο στρεβλωτικά και αναποτελεσματικά εργαλεία φορολογικής πολιτικής. Η επιβολή φόρων στη βάση τεκμαρτού και όχι πραγματικού εισοδήματος είναι αντίθετη στις αρχές της φορολογικής δικαιοσύνης και διαφάνειας, καθώς επιβαρύνει τους πολίτες ανεξάρτητα από την οικονομική τους πραγματικότητα. Τα τεκμήρια, αντί να ενισχύουν τη φορολογική συμμόρφωση, συχνά οδηγούν σε παρανοήσεις, αδικίες και δυσπιστία απέναντι στο φορολογικό σύστημα.
Η βασική ιδέα πίσω από τα τεκμήρια είναι ότι το κράτος υποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος με βάση συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή δαπάνες του φορολογούμενου, όπως η κατοχή αυτοκινήτων, ακινήτων ή άλλων αγαθών. Αυτή η υπόθεση, ωστόσο, είναι εγγενώς προβληματική, διότι παραβλέπει τις πραγματικές συνθήκες που μπορεί να διαμορφώνουν το εισόδημα ενός ατόμου, όπως η ανεργία, οι μειωμένες αποδοχές, τα χρέη ή οι έκτακτες ανάγκες.
Η επιβολή φόρων στη βάση τεκμαρτών εισοδημάτων δημιουργεί σημαντικές στρεβλώσεις στην οικονομία. Πρώτον, ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή, καθώς οι πολίτες που φορολογούνται άδικα στη βάση τεκμηρίων αναζητούν τρόπους να αποφύγουν αυτές τις επιβαρύνσεις. Δεύτερον, πλήττει δυσανάλογα εκείνους που βρίσκονται σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, αφού φορολογούνται για εισόδημα που δεν διαθέτουν. Τρίτον, αυξάνει τη γραφειοκρατία, καθώς απαιτούνται πολύπλοκα συστήματα και διαδικασίες για να καθοριστούν και να επιβληθούν τα τεκμήρια.
Απαλλαγή από ΕΝΦΙΑ για συνολική ακίνητη περιουσία έως 300.000 ευρώ για όλους.
Τα τεκμήρια εισοδήματος πρέπει να καταργηθούν. Η φορολογία πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στο πραγματικό, δηλωθέν εισόδημα, όπως αυτό τεκμηριώνεται μέσα από διαφανείς διαδικασίες και στοιχεία. Το κράτος δεν έχει καμία θέση να υποθέτει ή να εκτιμά εισοδήματα με βάση εξωτερικούς δείκτες, παραβλέποντας τις πραγματικές συνθήκες του φορολογούμενου. Επιπλέον, η κατάργηση των τεκμηρίων θα ενθαρρύνει τη φορολογική συμμόρφωση. Όταν οι πολίτες γνωρίζουν ότι θα φορολογηθούν δίκαια και με βάση το εισόδημά τους, είναι περισσότερο διατεθειμένοι να δηλώσουν με ακρίβεια τα οικονομικά τους στοιχεία. Αντίθετα, η ύπαρξη τεκμηρίων ενισχύει τη δυσπιστία απέναντι στις φορολογικές αρχές και οδηγεί σε πρακτικές απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων.
Φορολογική Διαδικασία:
Η διαδικασία υπολογισμού και πληρωμής του φόρου θα είναι απλή και διαφανής, ώστε να μειώνονται τα περιθώρια λαθών και η ανάγκη για σύνθετες φορολογικές δηλώσεις. Η υπάρχουσα τεχνολογική υποδομή, σε πιο απλουστευμένη και καθαρή μορφή με τον κατάλληλο εργαλειακό εμπλουτισμό σε σημεία ενδιαφέροντος, μπορεί να καταστήσει βέβαιη τη σωστή διαχείριση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Όλες οι οικονομικές δραστηριότητες άλλωστε θα υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή, αποτρέποντας στρεβλώσεις στην αγορά και ενισχύοντας την ίση μεταχείριση.
Οφέλη του Συστήματος:
Απλότητα: Η ύπαρξη ενός μόνο συντελεστή και αφορολόγητου ορίου καθιστά το σύστημα εύκολα κατανοητό και εφαρμόσιμο.
Δικαιοσύνη: Όλοι οι πολίτες και επιχειρήσεις συνεισφέρουν στη βάση των δυνατοτήτων τους, χωρίς προνομιακές εξαιρέσεις ή πολύπλοκους κανόνες.
Αποτελεσματικότητα: Η μείωση της γραφειοκρατίας και η απλοποίηση των διαδικασιών ενισχύουν τη συμμόρφωση και μειώνουν τα κόστη για το κράτος και τους φορολογούμενους.
Ανάπτυξη: Το σταθερό φορολογικό περιβάλλον και οι χαμηλοί συντελεστές προσελκύουν επενδύσεις και ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα.
Το φορολογικό σύστημα αυτό επιδιώκει να συνδυάσει την απλότητα με την ενθάρρυνση της οικονομικής δραστηριότητας, προσφέροντας κίνητρα για ανάπτυξη και παραγωγικότητα σε όλους τους τομείς.
ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Η ενίσχυση των εξαγωγών απαιτεί την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου και την ενίσχυση της πρόσβασης των εγχώριων επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές. Η μεγιστοποίηση της εξαγωγικής δραστηριότητας αποτελεί βασικό στόχο μιας σύγχρονης δυτικής οικονομίας καθώς έχει πολλαπλές θετικές επιπτώσεις στην εγχώρια οικονομία. Ένα βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ενεργή συμμετοχή σε εμπορικές συμφωνίες, τόσο διμερείς όσο και πολυμερείς, που μειώνουν τους δασμούς και καταργούν τα εμπόδια στο εμπόριο. Μέσω αυτών των συμφωνιών, οι επιχειρήσεις αποκτούν ευκολότερη πρόσβαση σε αγορές με μεγαλύτερη ζήτηση για τα προϊόντα τους, γεγονός που ενισχύει την ανταγωνιστικότητά τους και αυξάνει τις εξαγωγές. Παράλληλα, η υιοθέτηση πολιτικών που προάγουν τη διαφάνεια και μειώνουν τη γραφειοκρατία στις διεθνείς συναλλαγές είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς το εμπόριο.
Στην Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οι δασμοί που εφαρμόζονται είναι ευθυγραμμισμένοι με το Κοινό Εξωτερικό Δασμολόγιο της ΕΕ. Η χώρα μας οφείλει να πιέσει προς την κατεύθυνση μείωσης των δασμών (εισαγωγικοί, αντιντάμπινγκ, ειδικοί, περιβαλλοντικοί, διακριτοί κ.α.) στις εισαγωγές ενδιάμεσων αγαθών είναι επίσης κρίσιμη για την ενίσχυση των εξαγωγών. Όταν οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να προμηθεύονται πρώτες ύλες και άλλα απαραίτητα αγαθά σε ανταγωνιστικές τιμές, μειώνουν το κόστος παραγωγής τους και αυξάνουν την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται στις διεθνείς αγορές. Αυτό δημιουργεί έναν κύκλο παραγωγικότητας, όπου τα εγχώρια προϊόντα γίνονται πιο ελκυστικά για τους ξένους αγοραστές.
Εξίσου σημαντικό είναι να αποφεύγονται κρατικές επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την αγορά. Οι επιδοτήσεις συχνά ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή κλάδους εις βάρος άλλων, δημιουργώντας αθέμιτες συνθήκες ανταγωνισμού και οδηγώντας σε αναποτελεσματική κατανομή πόρων. Αντί να παρεμβαίνει άμεσα στην αγορά, το κράτος πρέπει να επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός σταθερού και προβλέψιμου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, όπου όλες οι επιχειρήσεις έχουν ίσες ευκαιρίες να επιτύχουν. Οι επιδοτήσεις, ενώ αρχικά μπορεί να ενισχύσουν τις εξαγωγές, συχνά έχουν μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες, καθώς ενισχύουν τη γραφειοκρατία, αυξάνουν το δημόσιο κόστος και οδηγούν σε εξάρτηση από την κρατική υποστήριξη. Η ενίσχυση των εξαγωγών δεν πρέπει να βασίζεται σε τεχνητά κίνητρα ή κρατικές παρεμβάσεις, αλλά στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να αξιοποιούν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Ένα άνοιγμα στις διεθνείς αγορές, η μείωση των εμποδίων στο εμπόριο και η εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού είναι το κλειδί για τη βιώσιμη ανάπτυξη των εξαγωγών και τη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της οικονομίας.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Οι ασφαλιστικές εισφορές πρέπει να βασίζονται στην ελευθερία επιλογής του ασφαλισμένου, ο οποίος οφείλει να έχει τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ κρατικού και ιδιωτικού ασφαλιστικού φορέα. Η εισαγωγή του ιδιωτικού τομέα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να συμβάλει καθοριστικά τόσο στην κάλυψη των ελλείψεων του κρατικού συστήματος όσο και στη βελτίωση της χρηματοοικονομικής απόδοσης των ασφαλιστικών κεφαλαίων που συσσωρεύονται από τους ασφαλισμένους.
Το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να λειτουργεί στη βάση του κεφαλαιοποιητικού μοντέλου και όχι του αναδιανεμητικού. Στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, οι εισφορές του ασφαλισμένου επενδύονται και αποταμιεύονται προς όφελός του, διασφαλίζοντας τη μέγιστη απόδοση και την άμεση σύνδεση μεταξύ των εισφορών που καταβάλλει και των παροχών που λαμβάνει. Έτσι, οι ασφαλισμένοι αποκτούν τον έλεγχο της δικής τους ασφαλιστικής πορείας, ενώ το σύστημα αποκτά μεγαλύτερη διαφάνεια και βιωσιμότητα.
Η ύπαρξη ιδιωτικών φορέων κοινωνικής ασφάλισης θα δημιουργήσει ένα περιβάλλον υγιούς ανταγωνισμού, όπου οι παροχές και οι εισφορές θα προσαρμόζονται στις ανάγκες των ασφαλισμένων. Αυτός ο ανταγωνισμός θα ωθήσει και τα κρατικά ταμεία να βελτιώσουν τις υπηρεσίες τους, να προσαρμόσουν τις εισφορές τους και να λειτουργήσουν πιο αποδοτικά, περιορίζοντας τη σπατάλη και την αναποτελεσματικότητα. Οι ασφαλισμένοι θα επωφεληθούν από περισσότερες επιλογές, καλύτερες υπηρεσίες και πιο προσιτές εισφορές, δημιουργώντας ένα σύστημα που εξυπηρετεί τους πολίτες αντί να τους επιβαρύνει.
Η μετάβαση σε ένα τέτοιο μοντέλο πρέπει να συνοδεύεται από τη σταδιακή αλλά ουσιαστική περικοπή των περιττών κρατικών δαπανών που συνδέονται με το υφιστάμενο υγειονομικό και ασφαλιστικό σύστημα. Η αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού με στόχο την αποδοτικότητα και τη μείωση της σπατάλης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία του νέου συστήματος.
Η εισαγωγή ενός τέτοιου ανταγωνιστικού, κεφαλαιοποιητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα οδηγήσει σε μια πιο αποδοτική, δίκαιη και βιώσιμη λύση, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ασφαλισμένων και θα ενισχύει την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα. Με αυτόν τον τρόπο, το κράτος και ο ιδιωτικός τομέας μπορούν να συνεργαστούν για τη δημιουργία ενός πιο δυναμικού και αποτελεσματικού ασφαλιστικού πλαισίου.
ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΠΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΕΧΟΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η εξοικονόμηση πόρων στο συνταξιοδοτικό σύστημα είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος και η δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών. Σε ένα τρέχον αναδιανεμητικό σύστημα, οι συντάξεις που λαμβάνουν οι τρέχοντες συνταξιούχοι χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων. Ωστόσο, σε μια αγορά όπου κυριαρχούν οι χαμηλοί μισθοί, το βάρος που πέφτει στους τρέχοντες ασφαλισμένους είναι δυσανάλογα μεγάλο, ειδικά όταν καλούνται να χρηματοδοτήσουν συνολικά συντάξιμες αποδοχές άνω των 3.000€.
Για να εξορθολογιστεί το σύστημα, απαιτούνται στοχευμένες βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, όπως:
Συνολικά οι συντάξιμες αποδοχές δεν θα υπερβαίνουν το ποσό των 3.000€.: Η μείωση των συνολικά συντάξιμων αποδοχών που υπερβαίνουν τα 3.000€, ώστε να περιοριστεί η δυσανάλογη επιβάρυνση των ασφαλισμένων και να εξοικονομηθούν πολύτιμοι πόροι.
Κατάργηση Πολλαπλών Συντάξεων: Οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν πολλαπλές συντάξεις πρέπει να λαμβάνουν μια ενιαία σύνταξη ως αποτέλεσμα συγχώνευσης των επιμέρους συντάξεων. Αυτό θα διασφαλίσει τη δικαιότερη κατανομή των διαθέσιμων πόρων.
Στήριξη των Χαμηλοσυνταξιούχων: Οι εξοικονομήσεις από τις παραπάνω παρεμβάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση των συντάξεων των χαμηλοσυνταξιούχων, που συχνά δυσκολεύονται να καλύψουν βασικές ανάγκες.
Αυτές οι παρεμβάσεις, εκτός από την προφανή εξοικονόμηση, θα επιτρέψουν επίσης τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους. Οι υψηλές εισφορές αποτελούν σήμερα σημαντικό αντικίνητρο για την απασχόληση, ιδίως για τους χαμηλόμισθους. Με τη μείωση των εισφορών, το σύστημα θα γίνει πιο δίκαιο και βιώσιμο, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική προοπτική της χώρας.
Η μεταρρύθμιση αυτή είναι κρίσιμη όχι μόνο για την προστασία των σημερινών συνταξιούχων που βρίσκονται σε ανάγκη, αλλά και για τη διασφάλιση ότι οι μελλοντικές γενιές εργαζομένων θα έχουν πρόσβαση σε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που δεν τους εξαντλεί οικονομικά. Η ισορροπία μεταξύ δικαιοσύνης, βιωσιμότητας και ανάπτυξης είναι ο βασικός πυλώνας αυτής της αλλαγής.
ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η αγορά ενέργειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθείται μέσω του «Μοντέλου Στόχου» (Target Model Κανονισμός 714/2009) ως εναρμόνιση και σύζευξη των εθνικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο τη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν επιβάλλει ρητά τη δημιουργία χρηματιστηρίων ενέργειας σε κάθε κράτος-μέλος, ωστόσο αρκετές χώρες θεωρούν το χρηματιστήριο ενέργειας ως κύριο μέσο για την επίτευξη των στόχων της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής. Στη χώρα μας, λόγω της μικρής αγοράς και του μεγάλου παρεμβατικού κράτους, οι τιμές ρεύματος στο χρηματιστήριο ενέργειας είναι εύκολα χειραγωγήσιμες από συμφέροντα τα οποία ταυτόχρονα κατέχουν εταιρείες οι οποίες είναι και παραγωγοί και προμηθευτές και μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας. Ταυτόχρονα ο εθνικός ρυθμιστικός μηχανισμός (ΡΑΑΕΥ) αποδεικνύεται αναποτελεσματικός στην αποτροπή χειραγώγησης των τιμών λόγω πιθανών φαινομένων διαπλοκής επιχειρηματιών και πολιτικών στο πλαίσιο μιας μικρής εύκολα χειραγωγήσιμης αγοράς.
Ακολουθούν οι τρεις προτεινόμενες λύσεις με ταυτόχρονη τήρηση των υπαρχόντων νομικών προδιαγραφών της Ε.Ε. Με την εφαρμογή των λύσεων αυτών, το χρηματιστήριο ενέργειας πρέπει είτε να καταργηθεί είτε να συρρικνωθεί ως θεσμός διαχείρισης των τιμών ρεύματος.
1) Διμερή Συμβόλαια Ενέργειας με προϋποθέσεις διαφάνειας
Απευθείας συμφωνίες μεταξύ παραγωγών ενέργειας και καταναλωτών, που μπορούν να είναι μεγάλες εταιρείες, βιομηχανίες ή οργανισμοί, χωρίς τη μεσολάβηση μιας οργανωμένης αγοράς, όπως το χρηματιστήριο ενέργειας. Τα διμερή συμβόλαια (Power Purchase Agreements, PPAs) είναι ήδη σημαντικός μηχανισμός στον τομέα της ενέργειας. Αν συνδυαστούν με υποχρέωση αναφοράς των τιμών και ποσοτήτων σε έναν εθνικό φορέα ή πλατφόρμα παρακολούθησης, θα μπορούσαν να διασφαλίσουν διαφάνεια και να μειώσουν τη χειραγώγηση της αγοράς.
2) Περιφερειακά Κέντρα Διάθεσης Ενέργειας
Αντί για εθνικά χρηματιστήρια, τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους με τη δημιουργία περιφερειακών πλατφορμών διάθεσης ενέργειας που θα λειτουργούν με βάση τις ίδιες αρχές της σύζευξης αγορών. Στις ΗΠΑ, τα Περιφερειακά Κέντρα Διαχείρισης Φορτίου (Regional Transmission Organizations – RTOs) και οι Ανεξάρτητοι Διαχειριστές Συστήματος (Independent System Operators – ISOs) επιβλέπουν τη διαχείριση της ηλεκτρικής ενέργειας σε περιφερειακό επίπεδο. Παραδείγματα περιλαμβάνουν το PJM Interconnection και το California ISO.
3) Ψηφιακές Πλατφόρμες Διάθεσης Ενέργειας
Με την πρόοδο της τεχνολογίας, η ανάπτυξη ψηφιακών αποκεντρωμένων πλατφορμών βασισμένων σε blockchain ή άλλες τεχνολογίες θα μπορούσε να υποστηρίξει τη διαφανή κατανομή της ενέργειας.
Οι μηχανισμοί αυτοί μπορούν να διασφαλίζουν ότι τηρούν τις αρχές που έχουν θέσει οι Κανονισμοί της ΕΕ, όπως ο Κανονισμός 2019/943 για την ηλεκτρική ενέργεια και οι συναφείς κατευθυντήριες γραμμές για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
ΕΠΙΔΟΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ευημερία και η αξιοπρέπεια του πολίτη πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής και της παραγωγικής του δραστηριότητας, όχι προϊόν κρατικής παρέμβασης ή εξάρτησης από επιδόματα. Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να εργάζεται ελεύθερα, υπό τις αξιοπρεπέστερες δυνατές συνθήκες, και να απολαμβάνει μια σύνταξη που αντανακλά την προσωπική του συνεισφορά και τις επιλογές του. Το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει με τρόπο που να καθιστά τον πολίτη εξαρτώμενο από επιδοματικές πολιτικές για την επιβίωσή του.
Τα επιδόματα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο και να εξυπηρετούν αποκλειστικά τον βασικό στόχο του κράτους: την εξασφάλιση της ζωής και της ασφάλειας των πολιτών του. Έκτακτα επιδόματα μπορούν να χορηγούνται μόνο σε περιπτώσεις ακραίας ανάγκης ή για τη στήριξη όσων αδυνατούν να εργαστούν υπό την παρουσία αντικειμενικών συνθηκών. Η διατήρηση ενός συστήματος που βασίζεται στις μόνιμες παροχές υπονομεύει την ελευθερία του πολίτη, αποδυναμώνει τη δημιουργικότητά του και ενθαρρύνει τη διατήρηση της εξάρτησης.
Η πολιτική αυτή οφείλει να συνοδεύεται από τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου ο κάθε πολίτης θα έχει τη δυνατότητα να εργάζεται όπως επιθυμεί, με αποδοχές που αντανακλούν την προσφορά του και τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς. Η σταδιακή μείωση της κρατικής επιδοματικής πολιτικής πρέπει να συνοδεύεται από την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να παρέχουν πολλαπλές επιλογές έκτακτων βοηθημάτων, συμμετέχοντας στους πυλώνες κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, οι πολίτες θα έχουν την ελευθερία να επιλέξουν προϊόντα και υπηρεσίες που ανταποκρίνονται καλύτερα στις δικές τους ανάγκες, ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων φορέων θα διασφαλίσει τη βελτίωση της ποιότητας των παροχών.
Με αυτό το σύστημα, το κράτος περιορίζεται στον βασικό του ρόλο: την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, ενώ παράλληλα απελευθερώνει τους πολίτες από την εξάρτηση από την κρατική μέριμνα. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία πιο ελεύθερη, πιο δημιουργική και πιο ευημερούσα, όπου ο πολίτης διαμορφώνει το μέλλον του με βάση τις δικές του επιλογές και όχι με βάση τις παροχές του κράτους.
ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η υπογεννητικότητα είναι ένα σύνθετο κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μέσα από κρατικές παρεμβάσεις και επιδοματικές πολιτικές. Η μακροπρόθεσμη λύση βρίσκεται στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ενθαρρύνει την οικογένεια με τρόπο που βασίζεται στην ελευθερία επιλογής και στις ευκαιρίες που παρέχει η ελεύθερη αγορά. Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας πρέπει να εστιάζουν στη μείωση των εμποδίων και στην ενίσχυση της αυτονομίας των πολιτών, ώστε να μπορούν να διαμορφώσουν το μέλλον τους με βάση τις προσωπικές τους επιθυμίες.
Η οικονομική ελευθερία και η δημιουργία συνθηκών ευημερίας αποτελούν το κλειδί για τη στήριξη των οικογενειών. Η μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης των πολιτών είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέτρα για την ενθάρρυνση της τεκνοποίησης. Ενιαίοι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, χαμηλές αλλά υπεραποδοτικές ασφαλιστικές εισφορές σε συνδυασμό με το προτεινόμενο αφορολόγητο όριο, θα επιτρέπουν στις οικογένειες να διαχειρίζονται καλύτερα τους πόρους τους και να προγραμματίζουν το μέλλον τους.
Παράλληλα, η ενίσχυση της ελευθερίας στην αγορά εργασίας και η ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις συμβάλλουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου οι πολίτες μπορούν να συνδυάζουν την εργασία με την οικογενειακή ζωή. Εργασιακά πλαίσια που προσαρμόζονται στις ανάγκες των γονέων, όπως η μερική απασχόληση και οι ευέλικτες ώρες εργασίας, επιτρέπουν στους ανθρώπους να επιλέγουν συνθήκες που εξυπηρετούν τις οικογενειακές τους προτεραιότητες.
Η υπογεννητικότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί επίσης μέσω της ενίσχυσης των ιδιωτικών πρωτοβουλιών για την υποστήριξη της οικογένειας. Η ανάπτυξη ιδιωτικών δομών φροντίδας παιδιών, εκπαιδευτικών υπηρεσιών και ασφαλιστικών προϊόντων για οικογένειες παρέχει πολλαπλές επιλογές στους πολίτες, βελτιώνοντας την ποιότητα και μειώνοντας το κόστος αυτών των υπηρεσιών. Ο ανταγωνισμός στην παροχή τέτοιων υπηρεσιών οδηγεί σε καινοτομία, ευελιξία και αποτελεσματικότητα, ωφελώντας τόσο τις οικογένειες όσο και την κοινωνία συνολικά.
Το κράτος, αντί να προσπαθεί να επιβάλλει κεντρικά σχεδιασμένες λύσεις, πρέπει να περιοριστεί στη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που διασφαλίζει την προστασία της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των πολιτών. Παράλληλα, πρέπει να μειώσει τις περιττές δαπάνες και να αποσύρει την παρουσία του από τομείς όπου ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα. Η εστίαση στην εξασφάλιση σταθερότητας, ασφάλειας και ευκαιριών είναι πιο σημαντική από την άμεση χρηματοδότηση οικογενειών μέσω επιδομάτων.
Η καταπολέμηση της υπογεννητικότητας δεν επιτυγχάνεται με την εξάρτηση από κρατικές παροχές, αλλά με την απελευθέρωση του δυναμικού της κοινωνίας και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου οι άνθρωποι επιλέγουν να δημιουργήσουν οικογένειες επειδή το επιθυμούν και μπορούν να το υποστηρίξουν, όχι επειδή στηρίζονται σε επιδοματικές πολιτικές. Η ελευθερία επιλογής, οι ευκαιρίες για εργασία και η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος οικονομικής ευημερίας είναι τα θεμέλια για μια κοινωνία που ευνοεί τη δημιουργία οικογένειας.